- περσοναλισμός
- (από το λατινικόpersona= πρόσωπο). Προσανατολισμός της σκέψης, ο οποίος αμφισβητεί το κύρος των γενικών λογικών αρχών, ως νόμων της αντικειμενικής πραγματικότητας, και προβάλλει την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας ως προνομιακού χώρου μεταφυσικής εμπειρίας και απεριόριστου κέντρου ηθικής πρωτοβουλίας.
Το περσοναλιστικό αίτημα παρουσιάστηκε κατά ποικίλους τρόπους στις διάφορες μορφές της χριστιανικής παράδοσης, εμφανίζεται, όμως, με εξαιρετική ορμητικότητα κατά τα τέλη του 19ου αι. για να καταπολεμήσει τον εγελιανό ιστορισμό, τον φυσιοκρατικό θετικισμό, την αντίληψη ότι όλα ανάγονται σε μορφές οργάνωσης, και σχεδόν πάντα ταυτίστηκε με πνευματοκρατικές και υπαρξιστικές τάσεις.
Ιδιαίτερες και αναλυτικές επεξεργασίες της περσοναλιστικής αντίληψης έγιναν κυρίως στη νεότερη γαλλική φιλοσοφία, στον νεοκαντιανισμό του Σαρλ Ρενουβιέ (Ο περσοναλισμός, 1903) και στον προλεταριακό χριστιανισμό του Εμανουέλ Μουνιέ Περσοναλιστική επανάσταση (1935) και Ο περσοναλισμός (1949).
* * *ο, Ν(φιλοσ.) μορφή τού σπιριτουαλισμού που προβάλλει τον κύριο ρόλο τού ανθρώπινου προσώπου, την ανθρώπινη οντότητα ως κεντρική αξία μέχρι το σημείο να θεωρεί την γνώση του ως προϋπόθεση κάθε γνώσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. personnalisme (< λατ. personalis < persona «πρόσωπο» + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.